- εὖοίνιστος
- εὖ-οίνιστος, λοιβή, mit gutem Wein verrichtete Spende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευοίνιστος — εὐοίνιστος, ον (Α) αυτός που τελείται με καλό κρασί ή που παρασκευάζεται από καλό κρασί («εὐοινίστοις ἐπιλοιβαῑς» με σπονδές από καλό κρασί, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οινίζω «μοιάζω με κρασί»] … Dictionary of Greek
εὐοινίστοις — εὐοίνιστος of good wine masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)